- φαρμακοπωλης
- φαρμακοπώληςφαρμᾰκο-πώληςὅ торговец снадобьями Arph., Aeschin.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαρμακοπώλης — druggist masc nom sg φαρμακοπωλέω to be a druggist imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοπώλης — ο, ΝΑ νεοελλ. πωλητής ακατέργαστων φαρμάκων και ιδιοσκευασμάτων αρχ. πωλητής φαρμάκων, δηλητηρίων, ψιμυθίων, χρωμάτων, βοτάνων κ.ά. παρεμφερών προϊόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + πώλης*] … Dictionary of Greek
φαρμακοπωλῶν — φαρμακοπώλης druggist masc gen pl φαρμακοπωλέω to be a druggist pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοπῶλαι — φαρμακοπώλης druggist masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοπώλαις — φαρμακοπώλης druggist masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοπώλην — φαρμακοπώλης druggist masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοπώλου — φαρμακοπώλης druggist masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοπώλῃ — φαρμακοπώλης druggist masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοπωλώ — έω, Α [φαρμακοπώλης] είμαι φαρμακοπώλης … Dictionary of Greek
φαρμακοπώλας — φαρμακοπώλᾱς , φαρμακοπώλης druggist masc acc pl φαρμακοπώλᾱς , φαρμακοπώλης druggist masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Medecine en Grece antique — Médecine en Grèce antique Probablement inspirée par la médecine égyptienne, la médecine en Grèce antique est censée remonter à l époque homérique. Elle ne prend toutefois son véritable essor qu au Ve siècle av. J. C. avec Hippocrate … Wikipédia en Français